- σχέθω
- Α(αμάρτυρος τ. που κατά τους γραμματικούς είναι δ.τ. τού ρ. ἔχω)1. κρατώ κάτι στερεά2. ἔχω3. αναχαιτίζω, συγκρατώ, σταματώ4. αντέχω, βαστώ («μέγα δ' ἀμφὶ πύλαι μύκον, οὐδ' ἄρ' ὀχῆες ἐσχεθέτην», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μαρτυρείται στον αόρ. ἔσχεθον και αποτελεί επιτεταμένο τ. τού αόρ. ἔσχον τού ρ. έχω, πρβλ. φλέγω: φλεγέθω)].
Dictionary of Greek. 2013.